χαμηλοφρύδης

χαμηλοφρύδης
ο, θηλ. χαμηλοφρύδα και χαμηλοφρυδούσα, Ν
χαμηλομάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + -φρύδης (< φρύδι), πρβλ. σμιχτο-φρύδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμηλοφρύδης — ο θηλ. χαμηλοφρύδα χαμηλομάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”